Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐπὶ στόμα

См. также в других словарях:

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • καταπίστομα — επίρρ. με το στόμα προς τη γη, μπρούμυτα, κατά τρόπο πρηνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀπίστομα (< φρ. ἐπὶ στόμα)] …   Dictionary of Greek

  • ταπίστομα — Ν επίρρ. με το στόμα προς τα κάτω, μπρούμυτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. τα πίστομα (< επί + στόμα)] …   Dictionary of Greek

  • επιπρηνής — ἐπιπρηνής, ές (Α) [πρηνής] 1. επικλινής, αυτός που κλίνει προς τα κάτω («Ἰσθμὸς χέρσῳ ἐπιπρηνὴς καταειμένος», Απολλ. Ρόδ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιπρηνής ἐπὶ στόμα, λοξός» …   Dictionary of Greek

  • επιφερής — ἐπιφερής, ές (Α) πρηνής, πεσμένος μπρούμυτα (κατά τον Ησύχ.) «πρωλύθιον, ὁ ἐπιφερής καὶ ἐπὶ στόμα» …   Dictionary of Greek

  • καταπρηνής — καταπρηνής, ές (Α) 1. (στον Όμ. πάντοτε για το χέρι, όπως τό μεταχειριζόμαστε, με την παλάμη, για να χτυπήσουμε ή να πιάσουμε κάτι) στραμμένος προς τα κάτω, πρηνής* 2. (κατά τον Ησύχ.) «καταπρηνής κατωφερής» και «καταπρηνές κατά πρόσωπον, ἐπὶ… …   Dictionary of Greek

  • πίστομα — Ν επίρρ. επίστομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίστομα < φρ. ἐπί στόμα] …   Dictionary of Greek

  • πρωλύθιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐπιφερὴς καὶ ἐπὶ στόμα» …   Dictionary of Greek

  • ύς — ὁ, Α (συνηρ. τ.) βλ. υιός. ὑός, ὁ, ἡ, Α 1. αγριόχοιρος, κάπρος («ἔλαφος δὲ καὶ ὗς ἄγριος ἐν Λιβύη πάμπαν οὐκ ἔστι», Ηρόδ.) 2. κατοικίδιος χοίρος, γουρούνι 3. ύαινα 4. το φυτό ύσγη 5. παροιμ. φρ. α) «Βοιωτία ὗς» δηλώνει έλλειψη αγωγής και… …   Dictionary of Greek

  • ταπίστομα — επίρρ. τροπ., «επί στόμα», μπρούμυτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»